ενυποθηκεύω

ενυποθηκεύω
(Μ ἐνυποθηκεύω)
καθιστώ κάτι ενυπόθηκο, τό επιβαρύνω με υποθήκη, τό υποθηκεύω, τό βάζω υποθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”